Ιατρική Αμέλεια και Ποινική Ευθύνη

Από τον δικηγόρο Πέτρο Δημοβέλη

Σύμφωνα με το άρθρο 28 του ΠΚ «από αμέλεια πράττει όποιος από έλλειψη της προσοχής την οποία όφειλε κατά τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει είτε δεν προέβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα που προκάλεσε η πράξη του, είτε το προέβλεψε ως δυνατό, πίστεψε όμως ότι δεν θα επερχόταν».

Στα εγκλήματα από αμέλεια υιοθετείται από την ελληνική θεωρία και νομολογία η άποψη ότι, ως πρόσθετο στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης πρέπει να θεμελιώνεται η λεγόμενη εξωτερική αμέλεια, η οποία ταυτίζεται με την αντικειμενική παραβίαση ενός καθήκοντος επιμέλειας και ανάγεται, για την ουσιαστική παραβίασή του, στους κοινώς αναγνωρισμένους τεχνικούς κανόνες.

Ειδικότερα, για την πλήρωση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος που τελείται από αμέλεια, απαιτούνται να συντρέχουν σωρευτικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
1. Παράβαση του καθήκοντος του δράστη να διαγνώσει και να εκτιμήσει τον κίνδυνο που απειλεί το έννομο αγαθό - έλλειψη προσοχής και σύνεσης (εσωτερική αντικειμενική αμέλεια),
2. Παράβαση του καθήκοντος για εξωτερικά άψογη συμπεριφορά - κακότεχνη και ελαττωματική διεξαγωγή της ιατρικής πράξης (εξωτερική αμέλεια) και
3. Αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της εξωτερικά πλημμελούς συμπεριφοράς και του παράνομου αποτελέσματος.

Από τα παραπάνω συνάγεται ότι, όταν η εξωτερική συμπεριφορά του γιατρού είναι καθ’ όλα άψογη και σύμφωνη με το καθήκον επιμέλειας, δεν πληρούται η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος από αμέλεια, ακόμα κι αν επήλθε αιτιωδώς το παράνομο αποτέλεσμα (επιδείνωση της υγείας, σωματική βλάβη ή και θάνατος του ασθενή). Ο ιατρός δεν υπόσχεται για τη θεραπεία του ασθενή και δεν εγγυάται για το θετικό αποτέλεσμα, αντίθετα αναλαμβάνει την υποχρέωση να επιδείξει επαγγελματική επιμέλεια και συμπεριφορά σύμφωνη με τους κανόνες της επιστήμης.

Ιδιαίτερα επισημαίνεται ότι η διάγνωση και η επιλογή θεραπείας είναι αποτελέσματα μίας διαδικασίας συλλογής στοιχείων και αξιολόγησης, που δεν αποτελεί μονόδρομο. Έτσι π.χ., η πλημμελής διάγνωση μπορεί να μην οφείλεται σε αμέλεια κατά την διαδικασία, αλλά η αξιολόγηση των ευρημάτων δικαιολογημένα οδήγησε τον ιατρό σε άλλη νόσο. Επίσης, συχνά μία θεραπευτική ιατρική πράξη εγκυμονεί κινδύνους, που ο ιατρός δεν μπορεί ανεξάρτητα από την προσοχή και επιμέλεια που επιδεικνύει ή να προβλέψει ή/και να αποφύγει (ιατρική επιπλοκή).

Κατά συνέπεια για τη θεμελίωση της ποινικής ευθύνης του ιατρού για σωματική βλάβη από αμέλεια κατά την άσκηση του επαγγέλματός του, απαιτείται η σωματική βλάβη να οφείλεται σε παράβαση από τον ιατρό των κοινώς αναγνωρισμένων κανόνων της ιατρικής επιστήμης, για τους οποίους δεν μπορεί να γεννηθεί αμφισβήτηση.

Περαιτέρω, ως προς την παράβαση του αντικειμενικού καθήκοντος επιμέλειας έχει κριθεί ότι το μέτρο της προσοχής που απαιτείται από τον ιατρό, είναι η προσοχή εκείνη που καταβάλλει συνήθως ο μέσος ιατρός, όταν βρίσκεται κάτω από τις ίδιες ή παρόμοιες περιστάσεις υπό τις οποίες βρέθηκε και ενήργησε και ο κρινόμενος ιατρός. Θα πρέπει ωστόσο να σημειωθεί ότι το μέτρο για τον ειδικό ιατρό είναι διαφορετικό από εκείνο για τον μη ειδικό (ειδικευόμενο ή αγροτικό ιατρό). Από τον πρώτο απαιτείται να επιδείξει μεγαλύτερη περίσκεψη και να παράσχει περισσότερη φροντίδα για περιστατικά της ειδικότητάς του από τον μη ειδικό.
Επίσης, η επιμέλεια του γιατρού κρίνεται και με βάση τις προσωπικές του ικανότητες, με συνέπεια, όταν αυτές υπολείπονται των ικανοτήτων του μέσου συνετού γιατρού, να εκπληρώνεται μεν η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος από αμέλεια, αλλά ο γιατρός να παραμένει ατιμώρητος για έλλειψη υπαιτιότητας.

Στο σημείο αυτό τονίζεται ότι όπως ο ΠΚ στα άρθρα 20 επ. προβλέπει γενικούς λόγους οι οποίοι αίρουν τον άδικο χαρακτήρα της πράξης, ομοίως και για την ιατρική πράξη υπάρχουν λόγοι άρσης του αδίκου χαρακτήρα αυτής. Συγκεκριμένα πρόκειται για την περίπτωση σύγκρουσης καθηκόντων και για την κατάσταση ανάγκης.

Όσον αφορά στον πρώτο λόγο, η σύγκρουση καθηκόντων υπάρχει όταν συρρέουν στο ίδιο πρόσωπο περισσότερα νομικά καθήκοντα κατά τρόπο ώστε να είναι αδύνατη η εκπλήρωση του ενός χωρίς παραβίαση του άλλου. Το θέμα αυτό ανακύπτει κυρίως όταν υπάρχει άρνηση του ασθενή να συναινέσει στην εκτέλεση κάποιας ιατρικής πράξης. Καταρχήν η άρνηση του ασθενή αποστερεί την ιατρική δράση από το νομιμοποιητικό της υπόβαθρο και το καθήκον του γιατρού να επέμβει θεραπευτικά υποχωρεί, ενώ το καθήκον σεβασμού της βούλησης του ασθενή ανάγεται σε αποκλειστικό κατευθυντήριο παράγοντα της ιατρικής δράσης. Αντίστοιχα, όταν για οποιοδήποτε λόγο ο ασθενής δεν είναι σε θέση να δώσει τη συναίνεσή του, ο γιατρός οφείλει να δράσει πάντοτε σύμφωνα με την εικαζόμενη βούλησή του. Ωστόσο, σύμφωνα με τους γενικά παραδεδεγμένους κανόνες της ιατρικής δεοντολογίας, γίνεται αποδεκτό το τεκμήριο της συναίνεσης του ασθενή, όταν για οποιοδήποτε λόγο δεν μπορεί να δώσει τη ρητή συγκατάθεσή του για κάθε επείγουσα, απολύτως αναγκαία, ιατρική πράξη με σκοπό τη σωτηρία της ζωής ή τη διαφύλαξη της υγείας του.

Ως προς το δεύτερο λόγο άρσης του αδίκου στην ιατρική πράξη, που αναφέρεται στην κατάσταση ανάγκης η οποία αίρει τον άδικο χαρακτήρα της πράξης (εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 25 του ΠΚ), θα πρέπει να συντρέχουν οι εξής προϋποθέσεις:
1. Θα πρέπει να υπάρχει παρών και αναπότρεπτος με άλλα μέσα κίνδυνος για τον ασθενή και
2. Θα πρέπει η βλάβη που προκλήθηκε να είναι σημαντικά κατώτερη κατά το είδος και τη σπουδαιότητα από τη βλάβη που απειλήθηκε.

Ενδεικτικά αναφέρεται η περίπτωση της παροχής ιατρικής βοήθειας σε επείγον - έκτακτο περιστατικό εν απουσία πλήρως εξοπλισμένου ιατρείου ή/και βοηθητικού προσωπικού.
Για την τελική εκτίμηση της ποινικής ευθύνης του γιατρού θα πρέπει να εξεταστεί μήπως συντρέχει στο πρόσωπό του λόγος που αποκλείει τον καταλογισμό, δηλαδη η συνδορμη νομικης πλανης , η οποία αφορά τις περιπτώσεις κατά τις οποίες ο γιατρός νομίζει ότι έχει, αν όχι την υποχρέωση, πάντως το δικαίωμα να προβεί σε ορισμένη ιατρική πράξη προκειμένου να σώσει το απειλούμενο έννομο αγαθό της υγείας ή ζωής του ασθενή του.. Πάντως, η τελική απάντηση στο πρόβλημα του συγγνωστού ή μη της νομικής πλάνης του γιατρού δεν μπορεί να δοθεί, αν δεν ληφθούν υπ’ όψη οι γνώσεις και ικανότητες του συγκεκριμένου δράστη, όπως η ηλικία, η επιστημονική κατάρτιση, ο χρόνος άσκησης επαγγέλματος κ.λπ. Και μόνο τότε μπορεί να λειτουργήσει ο μηχανισμός μη καταλογισμού του για την παράνομη ιατρική πράξη.
Από τα παραπάνω προκύπτει ότι το έννομο αγαθό που προστατεύει το έγκλημα της σωματικής βλάβης είναι μόνο η υγεία και όχι η σωματική ακεραιότητα.
Για τους παραπάνω λόγους σκόπιμο κρίνεται για όσους ενδιαφέρονται η θίγονται να απευθυνθούν άμεσα στο συνεργάτη της ΑRAG στη Λάρισα Κυριάκο Πράττο με σκοπό τη σωστή και επιτυχή αντιμετώπιση του θέματος τους .

 

ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟ ΓΡΑΦΕΙΟ  
Πέτρου  Ευαγ.   Δημοβέλη & Συνεργατών
Τηλ 2410537206- 6972018808
Μ. Αλεξάνδρου 3 - Λάρισα

 

Τελευταία τροποποίηση στις Τετάρτη, 29 Ιούνιος 2016 10:24